Παρασκευή 5 Ιουνίου 2015

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΙΣ ΜΑΜΑΔΕΣ-ΝΟΣΗΛΕΥΤΡΙΕΣ....





Η Νοσηλεύτρια.. Μάνα



Τρέχοντας στο διάδρομο να προλάβει, για να μην πάρει αέρα ο ορός με την αντιβίωση, η Νοσηλεύτρια σκουντά κατά λάθος έναν συνοδό και της πέφτει ένα διπλωμένο χαρτί από την τσέπη.
Ο συνοδός σκύβει και το μαζεύει. “Καμιά συνταγή για γλυκό θα είναι. Θα της το δώσω μετά” σκέφτηκε, μα η περιέργεια τον έκανε να το ανοίξει…
“Αγαπημένη μου μαμά. Η κόρη σου είμαι, η Άλικη. Σου γραφώ αυτό το γράμμα, γιατί είναι δύσκολο να σου μιλήσω, αφού όλο λείπεις.
Γιατί μαμά; Όλο μου λες ότι πας να βοηθήσεις τα αλλά παιδάκια, που είναι άρρωστα. Μα κι εγώ προχθές είχα πυρετό, αλλά δεν έκατσες να με βοηθήσεις. Πήγες πάλι, όπως κάθε μέρα στα αλλά παιδάκια.
Γιατί μαμά; Όλο φεύγεις αλαφιασμένη, κοίτα, μαθαίνω και νέες λέξεις, αν και είμαι μόλις 8 χρονών, και έρχεσαι σπίτι τόσο κουρασμένη, ξεθεωμένη που δε σε θυμάμαι πια να χαμογελάς.
Γιατί μαμά; Όλες οι φίλες μου έχουν κολλήσει στο τοίχο του δωματίου τους πολλά αυτοκόλλητα κι εγώ έχω γεμίσει το δικό μου με φωτογραφίες σου και τις φιλάω όλες, μια μια πριν κοιμηθώ. Είναι κρύες όμως. Με κοιτάζουν παγωμένα. Δεν είναι εσύ.
Γιατί μαμά; Στο σχολειό, τα κορίτσια με ερωτάνε, τι δουλειά κάνεις, κι εγώ τους λέω, ότι κάνεις τα παιδάκια, καλά. Αυτές με ρωτάνε: “γιατρός δηλαδή;” “Όχι, κάτι πιο σπουδαίο, τα παίρνει και αγκαλιά κιόλας”, τους λέω. Καλά δε τους απαντώ μαμά;
Τα Χριστούγεννα έστρωσα το τραπέζι, όπως με έχεις μάθει και σε περίμενα με το μπαμπά, αλλά άργησες κι εγώ πεινούσα πολύ και έφαγα. Θα με συγχωρέσεις που δε σε περίμενα μαμά;
Μου είπες να κάνω μια ευχή, επειδή εγώ έτυχα το φλουρί στη βασιλόπιτα, Ευχήθηκα να πάμε μαζί φέτος στον αποκριάτικο χορό. Θα πάμε μαμά;
Κάθε φορά που φεύγεις για τη δουλειά, θέλω να σε πάρω αγκαλιά και να σου πω ποσό σ’ αγαπώ, αλλά δε προλαβαίνω. Έχεις ήδη φύγει. Γιατί μαμά;
Κάποιες νύχτες ξυπνάω και σε φωνάζω αλλά δεν είσαι εδώ να με πάρεις αγκαλιά έτσι ο μπαμπάς με παίρνει στο κρεβάτι. Τον έχω δει δακρυσμένο πολλές φόρες. Τον ρωτάω, “πού είναι η μαμά;”. Σκουπίζει τα δάκρυα του και μετά μου λέει ότι πήγες πάλι να βοηθήσεις εκείνα τα παιδάκια. Ξεχνάς όμως εμένα. Γιατί μαμά;
Μερικές φορές μου νευριάζεις, χωρίς να φταίω και μου φωνάζεις. Ο μπαμπάς λέει ότι το κάνεις επειδή είσαι πολύ κουρασμένη. Εγώ πάω στο δωμάτιό μου και τα συζητάω με τις κούκλες μου. Όλες μου λένε, να μην ανησυχώ και ότι μ’ αγαπάς, μα εγώ δεν το νιώθω πια. Γιατί μαμά;
Τις λίγες μέρες, που είσαι όλη μέρα στο σπίτι, φοβάμαι να σου ζητήσω να παίξουμε, γιατί ξέρω ότι θα πεις πως είσαι κουρασμένη. Γιατί μαμά;
Ουφ, πολλά ρώτησα, θα σε κούρασα κι εγώ. Να ξέρεις μόνο ότι σ’αγαπώ απέραντα και ότι μου λείπεις πολύ, πάρα πολύ, αλλά αφού πηγαίνεις να βοηθήσεις τ’άλλα παιδάκια, θα κάνω υπομονή και θα παίζω μονή μου, έχοντας τη φωτογραφία σου στην αγκαλιά μου. Σ’ αγαπώ μαμα”.
Ο συνοδός έβαλε το χαρτί σ’ ένα φάκελο και το έριξε κάτω από τη πόρτα του διοικητή του νοσοκομείου. Δε ξέρω τι απέγινε.
Ξέρω μόνο ότι, εκείνο το βράδυ, στην αλλαγή της βάρδιας, η Νοσηλεύτρια βρήκε μια ανθοδέσμη με 11 λευκά τριαντάφυλλα, που μέσα της είχε μια fiarbie και μια κάρτα που έγραφε με μεγάλα γράμματα: “ΣΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ, ΜΑΜΑ ΤΗΣ ΑΛΙΚΗΣ”!

το διαβάσαμε ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου